- αμυσταγώγητος
- -η, -οεπίρρ. -α αμύητος (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμυσταγώγητος — η, ο (Α ἀμυσταγώγητος, ον) [μυσταγωγῶ] αυτός που δεν έχει μυσταγωγηθεί, μυηθεί στα μυστήρια τής εκκλησίας, ο αμύητος … Dictionary of Greek
αμυστηρίαστος — ἀμυστηρίαστος, η, ο (Μ) [μυστηριάζω] ο αμυσταγώγητος* … Dictionary of Greek
αμύητος — η, ο (Α ἀμύητος, ον) ο μη μυημένος, αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστήρια μιας θρησκείας ή λατρείας, αμυσταγώγητος νεοελλ. αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστικά μιας θεωρίας, επιστήμης ή τέχνης, ακατατόπιστος, ανίδεος αρχ. 1. (στον Πλάτ.)… … Dictionary of Greek